- προπέμπω
- ΝΜΑ1. συνοδεύω τιμητικά ώς ένα σημείο κάποιον που φεύγει, κατευοδώνω, ξεπροβοδώ (α. «μέλη τής κυβερνήσεως θα προπέμψουν ώς το αεροδρόμιο τον επίσημο ξένο» β. «προπέμπετε τοῡτον μέλεσιν καὶ μολπαῑσιν κελαδοῡντες», Αριστοφ.γ. «προπέμπουσι καμήλοις Πολύκαρπον», πάπ.)2. συνοδεύω νεκρό ώς τον τάφο, μετέχω σε επικήδεια πομπή(α. «τόν προέπεμψαν πολλοί φίλοι ώς την τελευταία του κατοικία» β. «πῶς τολμήσω μήτε σὲ κλάειν, μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβῳ» Αισχύλ.)αρχ.1. στέλνω προηγουμένως («οἱ ξύμμαχοι... προπέμψαντες κήρυκα», Θουκ.)2. συνοδεύω τη νύφη, μετέχω σε γαμήλια πομπή3. ακολουθώ από κοντά, παρακολουθώ («μικρὸν δ' αὐτοὺς πρὸς τὸ ὄρθιον προπέμψαντες οἱ Φλειάσιοι», Ξεν.).
Dictionary of Greek. 2013.